Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

Οι γυναίκες της Χρυσής Αυγής εκθειάζουν μια συνεργάτιδα των Γερμανών και του Τρίτου Ράιχ



Στη σελίδα του Μετώπου Γυναικών της Χρυσής Αυγής εκθειάζεται και μπαίνει στο Πάνθεον των Ηρώων η δoσίλογος Καραϊσκάκη, η Ελληνίδα επικεφαλής των γερμανικών μυστικών υπρεσιών στον τομέα της προπαγάνδας, η οποία μάλιστα λέγεται ότι ήταν προσωπική επιλογή του Φον Κανάρις γι' αυτή τη θέση-κλειδί στο Τρίτο Ράιχ.

Αναδημοσιεύουμε το αφιέρωμα του Μετώπου Γυναικών:

Η Σίτσα Καραϊσκάκη

Γεννήθηκε στα Μοσχονήσια Μικράς Ασίας και μετά την καταστροφή του 1922 εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη. Μετά το Γυμνάσιο γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1925 κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο της με τίτλο «Το ταίρι μου αμάρτησε» από τις εκδόσεις Γράμματα το οποίο απέσπασε ευμενείς κριτικές, ενώ για χρόνια δημοσίευε άρθρα και ποιήματά της στην εφημερία «Ο Νουμάς». 
Λίγο αργότερα αναχώρησε για τη Γερμανία, συνέχισε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου απ’ όπου απέκτησε τον τίτλο της Διδάκτορος και το δίπλωμα της Φιλοσοφίας. Παρακολούθησε μαθήματα Βυζαντινολογίας, Ψυχολογίας και Γερμανικής Φιλολογίας στα Πανεπιστήμια Ζυρίχης, Βιέννης και Πράγας ενώ συνέχισε να γράφει βιβλία, μελέτες και άρθρα σε εφημερίδες και επιστημονικά περιοδικά της εποχής. Παρακολούθησε από κοντά τον αγώνα του Χίτλερ να ανέλθει στην εξουσία κι ενστερνίστηκε τις εθνικοσοσιαλιστικές ιδέες. Το 1930, όταν ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία, η Σίτσα Καραϊσκάκη υπήρξε σύμβουλος στο υπουργείο Προπαγάνδας. Την εποχή εκείνη κυκλοφόρησε στα γερμανικά το βιβλίο της «Το Τρίτο Ράιχ μέσα από τα γυαλιά μου» στο οποίο ανέφερε γεγονότα της εποχής και επιτεύγματα της εθνικοσοσιαλιστικής διακυβέρνησης. Το 1934 προσπάθησε μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο, τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τους Μητροπολίτες Λήμνου και Λέσβου, να υλοποιήσει μια μορφή πανευρωπαϊκής αντικομουνιστικής χριστιανικής συνεργασίας. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο είχε τη διοργάνωση της ελληνικής συμμετοχής από πλευράς τύπου και προπαγάνδας.

Το 1939 κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το βιβλίο της «Ο γιός της Καλογριάς» που εκδόθηκε από την «Εστία» στο οποίο παρουσίαζε τη ζωή και τη δράση του προγόνου της και ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης Γεωργίου Καραϊσκάκη. Με το βιβλίο αυτό, το οποίο έγινε αμέσως λογοτεχνική επιτυχία, έγινε γνωστή η Καραϊσκάκη στα ελληνικά γράμματα. Μετά την ίδρυση της ΕΟΝ από τον Μεταξά υπήρξε βασική αρθογράφος του περιοδικού «ΝΕΟΛΑΙΑ». Συνεργάστηκε και με ένα ακόμη περιοδικό της εποχής τη «ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ» που έκδιδε ο καθηγητής της Ανωτάτης Εμπορικής Ιωάννης Τουρνάκης και συγκέντρωνε έναν ευρύ κύκλο εθνικιστών διανοουμένων. Στο περιοδικό αυτό η Καραϊσκάκη δημοσίευε διάφορα λογοτεχνικά κείμενα ξένων εθνικιστών συγγραφέων, μελέτες για τον Γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, την ισπανική Φάλαγγα, το εθνικοσοσιαλιστικό θέατρο και κινηματογράφο, ενώ τον Αύγουστο του 1937 δημοσίευσε ένα άρθρο για το βελγικό κίνημα των Ρεξιστών του Λεόν Ντεγκρέλ. 

Το 1940 με την κήρυξη του ελληνοιταλικού πολέμου αρθρογραφεί κατά των Ιταλών, μετά την γερμανική εισβολή ανέλαβε τη θέση της συμβούλου Τύπου και Διαφώτισης στη γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα και πραγματοποίησε πολλές πολιτικές ομιλίες μέσω του ραδιοφώνου. Πριν από την απελευθέρωση η Σίτσα Καραϊσκάκη έφυγε στη Γερμανία όπου συνέχισε τη δράση της στο πλαίσιο της συνεργασίας της με την κατοχική εξόριστη κυβέρνηση Τσιρονίκου που έδρευε στη Βιέννη. Από τα Ειδικά Δικαστήρια Δοσιλόγων καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο για την προπαγανδιστική της δράση, αργότερα όμως αμνηστεύτηκε. Κατά την παραμονή της στη Γερμανία βρέθηκε στο ανατολικό τμήμα της χώρας το οποίο καταλήφθηκε από τα Σοβιετικά στρατεύματα, κατόρθωσε όμως η Καραϊσκάκη να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά της. Γνώρισε και παντρεύτηκε τον Γερμανό βιομήχανο Μπάχμαν κι έζησε στην αφάνεια για αρκετά χρόνια. Το 1963, μετά τον θάνατο του συζύγου της επέστρεψε στην Ελλάδα όπου αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία.

Η Σίτσα Καραϊσκάκη πέθανε στις 30 Απριλίου 1987. Σε αντίθεση με πολλούς επώνυμους λογοτέχνες δεν αποποιήθηκε ποτέ τις ιδέες της και τη σχέση της με τον εθνικοσοσιαλισμό.