Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

Η διαχρονική και υπερτοπική ευρύτητα της αρχιτεκτονικής σκέψης



Η Διεθνής Έκθεση Αρχιτεκτονικής της Βενετίας έχει καθιερωθεί ως μία από τις σημαντικότερες αρχιτεκτονικές εκδηλώσεις, αφού έχει εξελιχθεί σε forum για την αρχιτεκτονική, με παράλληλες δράσεις, συναντήσεις, ενεργή συμμετοχή αρχιτεκτονικών σχολών, πολλαπλή προσβασιμότητα στο διαδίκτυο κ.λπ. Η φετινή είναι η 13η Biennale Αρχιτεκτονικής και εγκαινιάστηκε στις 29 Αυγούστου. Θα είναι ανοικτή έως τις 25 Νοεμβρίου 2012.


Του Σόλωνα Ξενόπουλου*

Η Διεθνής Έκθεση Αρχιτεκτονικής της Βενετίας έχει καθιερωθεί ως μία από τις σημαντικότερες αρχιτεκτονικές εκδηλώσεις, αφού έχει εξελιχθεί σε forum για την αρχιτεκτονική, με παράλληλες δράσεις, συναντήσεις, ενεργή συμμετοχή αρχιτεκτονικών σχολών, πολλαπλή προσβασιμότητα στο διαδίκτυο κ.λπ. Η φετινή είναι η 13η Biennale Αρχιτεκτονικής και εγκαινιάστηκε στις 29 Αυγούστου. Θα είναι ανοικτή έως τις 25 Νοεμβρίου 2012.

Κάθε δύο χρόνια, λοιπόν, ανατίθεται σε κάποια προσωπικότητα της διεθνούς αρχιτεκτονικής ο ρόλος του «διευθυντή» που προχωρεί στη διατύπωση του θέματος για την έκθεση, το οποίο συμπυκνώνεται σε μια σύντομη φράση. Τόσο το θέμα όσο και η φράση εκφέρουν μια ένδειξη ως προς την κατεύθυνση που αναμένεται να ακολουθήσουν οι συμμετέχοντες, οι οποίοι διακρίνονται σε δύο κατηγορίες. Η μία περιλαμβάνει συνήθως αρχιτέκτονες που προσκαλεί ο «διευθυντής» και η δεύτερη τα περίπτερα των κρατών που συμμετέχουν. Αυτά διαμορφώνονται από ομάδες, επιλεγμένες από κάθε χώρα, των οποίων οι θεματικές και σχεδιαστικές προτάσεις, θεωρητικά τουλάχιστον, επικεντρώνονται σε μια εξειδικευμένη πλευρά του θέματος και αντικατοπτρίζουν τις τοπικές ιδιαιτερότητες. Όμως έχει διαπιστωθεί ότι ενώ υπάρχει ένα διατυπωμένο θέμα, εντούτοις οι ερμηνείες της διατύπωσης από τους συμμετέχοντες είναι ισάριθμες με αυτούς. Αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό. Αντίθετα, αναδεικνύει την ανοικτότητα της θεματολογίας, όσο συγκεκριμένη και να είναι αυτή, ενώ ταυτόχρονα εκθέτει την πολλαπλότητα και ευρύτητα της αρχιτεκτονικής σκέψης και πρακτικής, διαχρονικά και υπερτοπικά.

Όπως είναι αναμενόμενο, στις εκάστοτε θεματολογίες υπάρχει η τάση αφενός να εκδηλωθούν τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, απόψεις και ανησυχίες του διευθυντή και αφετέρου να εκτεθούν οι προβληματισμοί που αφορούν το κοινωνικο-πολιτιστικό πλαίσιο της χρονικής στιγμής διοργάνωσης της Biennale και τη συσχέτισή τους με την Αρχιτεκτονική.

Η σύγκριση της θεματολογίας της Biennale του 2010 με τη φετινή έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού μοιάζουν να έχουν κοινά χαρακτηριστικά. «Διευθύντρια» της Biennale του 2010 ήταν η Γιαπωνέζα αρχιτέκτων Kazuyo Sejima, η οποία διατύπωσε τη φράση «people meet in Architecture» δηλαδή «οι άνθρωποι συναντώνται μέσα στην Αρχιτεκτονική» υποδεικνύοντας με περιεκτικότητα την κοινωνική λογική της αρχιτεκτονικής.

Ο φετινός διευθυντής, ο Βρετανός αρχιτέκτονας David Chipperfield, έθεσε ως θέμα το «common ground». Η συντομότατη αυτή πρόταση στα ελληνικά μπορεί να αποδοθεί ως «κοινό έδαφος» αλλά και ως «συνήθης τόπος».

Φαινομενικά οι φράσεις «people meet in Architecture» και «common ground» θα μπορούσαν να αφορούν το πεδίο όπου οι άνθρωποι συνευρίσκονται και το οποίο συνδιαμορφώνουν. Εντούτοις, ενώ τη Sejima ενδιέφερε πράγματι η κοινωνική υπόσταση της αρχιτεκτονικής, ο Chipperfield στο επεξηγηματικό του κείμενο μεταθέτει το πρόβλημα από τη σχέση κοινωνίας - χώρου στο «κοινό έδαφος», δηλαδή στα επιζητούμενα κοινά στοιχεία που κατ’ αυτόν υφίστανται μεταξύ των αρχιτεκτόνων. Τα στοιχεία αυτά, κατά τον Chipperfield, εξισορροπούν τις διάχυτες σήμερα εντυπωσιοθηρικές και εξατομικευμένες προτάσεις κυρίως των διεθνούς εμβέλειας και δράσης αρχιτεκτόνων. Ίσως η πρόθεση του αρχιτέκτονα αυτού, ο οποίος ανήκει στην κατηγορία των αρχιτεκτόνων με ευρεία διεθνή παρουσία, αλλά με αρχιτεκτονική λιτή, διακριτική και συγκροτημένη, να είναι το άνοιγμα συζήτησης για τον ρόλο της αρχιτεκτονικής στη σημερινή εποχή, που «υποτίθεται» ότι είναι μια εποχή κρίσης (ποιου είδους, από ποιους προέρχεται, ποιοι την υφίστανται, και λοιπά άλλα θέματα φυσικά δεν τίθενται). Ίσως πράγματι, όπως λέει, να θεωρεί την αρχιτεκτονική τόσο «ατομική πράξη» όσο και μέρος ενός «ευρύτερου οράματος», ή να επιδιώκει να διερευνήσει την έκδηλη «έλλειψη κατανόησης που υπάρχει μεταξύ του επαγγέλματος αυτού και της κοινωνίας». Ίσως, όπως επίσης λέει, η Biennale να προσφέρει τη δυνατότητα «να θέσει σε κάποιο πλαίσιο τα αναντίρρητα ατομικά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα που έδωσαν ταυτότητα στα τελευταία χρόνια και να προκαλέσει μια πιο προσανατολισμένη προσέγγιση των κοινών ανησυχιών και προσδοκιών».

Και όμως, πώς μπορούν να τεθούν τα θέματα αυτά σε ουσιαστική βάση, όταν ανάμεσα στους προσκεκλημένους της έκθεσης είναι και πάλι τα ίδια πρόσωπα, τα ίδια ονόματα που σχεδιάζουν, μελετούν, κτίζουν, δημοσιεύουν, ταξιδεύουν και δίνουν διαλέξεις σε όλη την υφήλιο; Τι εκφράζει και τι αντιπροσωπεύει η δική τους παρουσία όταν το ίδιο το έργο τους είναι οργανικό συστατικό και συνδιαμορφωτής της σημερινής πολιτιστικής πραγματικότητας;

Η ελληνική συμμετοχή στη φετινή Biennale έχει ως τίτλο «Made in Athens» (επίτροποι οι αρχιτέκτονες Πάνος Δραγώνας και Άννα Σκιαδά) και φαίνεται να επιδιώκει την ανάδειξη της ταυτότητας της Αθήνας στη σημερινή οικονομική και πολιτιστική συγκυρία, αναζητώντας ίσως συνέχειες ή σχέσεις στην εξέλιξη των αθηναϊκών πολυκατοικιών από το 1950 έως σήμερα και στον συστηματικά υποβαθμιζόμενο αστικό ιστό. Τα αίτια της υποβάθμισης, (η οποία δεν αφορά μόνο κατεστραμμένους δρόμους και φθαρμένα κτήρια, αλλά και την ποιότητα του παραγόμενου αρχιτεκτονικού έργου) αναζητούνται στη διάχυτη οικονομική κρίση, η οποία όμως αντιμετωπίζεται και ως ευκαιρία για επαναπροσδιορισμό του ρόλου του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, έτσι ώστε να τεθούν νέες βάσεις για το μέλλον της πόλης.




* Ο Σόλων Ξενόπουλος είναι αρχιτέκτονας, ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ

Πηγή: Η Αυγή